- εὐάμπελον
- εὐάμπελοςwith fine vinesmasc/fem acc sgεὐάμπελοςwith fine vinesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευάμπελος — εὐάμπελος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῑνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια 3. επίθ. τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος] … Dictionary of Greek